12.3.11

Bits n Pieces #20806

Έχουμε κλείσει, λοιπόν, ήδη πέντε μέρες εκεί. Οι μισοί έχουν καεί απ' τον ήλιο, οι άλλοι μισοί απ' τα ξύδια.

Το μεσημεράκι της έκτης μέρας εμφανίζεται και η Δανάη. Έχει πάρει πρωινό καραβάκι, μετά λεωφορείο, και μας έχει βρει στην παραλία.

Ήταν τότε που δεν της είχαν δώσει άδεια απ' τη δουλειά και θα έμενε μόνο για το σου/κού.

Είμαι, που λες, αραχτός στην αιώρα και την ακούω να φωνάζει από μακριά "Έφτασα! Ου-ου" κι άλλα τέτοια χαζά, γκομενίστικα επιφωνήματα. Γυρίζω και τη βλέπω να πλησιάζει. Φοράει -αξέχαστα- ένα σαλβάρι μπορντώ με μαύρες ρίγες, κι ένα πορτοκαλί μπλουζάκι με τιραντάκι, χωρίς σουτιέν, μαγιώ κλπ. Μιλάμε για τη φάση, πριν χάσει τα κιλά που δεν έπρεπε. Μιλάμε για τη φάση που τα βυζιά της θα μπορούσαν να κάνουν την Aria Giovanni να κλάψει από ζήλια και πόθο. Αλλά μιλάμε γενικότερα και για μια καλή φάση της Δανάης.

Ήταν τότε που είχε κοντό, κόκκινο μαλλί, που περίμενε να ξεκινήσει το μάστερ της, που κουβαλούσε παντού μαζί της αυτά τα "πόι" - ή όπως διάολο λένε αυτά τα ζογκλερικά μπαλάκια. Τότε που ήταν διαολεμένα ερωτεύσιμη και είχε κάτσει σε αρκετούς απ' την παρέα, εκτός βεβαίως από 'μένα.

Κι ακριβώς επειδή ήρθε για δυο μέρες κι είχε μαζί της μόνο μια αλλαξιά ρούχα κι ένα υπνόσακο, κάποιος έπρεπε να τη φιλοξενήσει.
"Ποιος έχει χώρο στη σκηνή του;"
"Ο Δημήτρης"
Θα τη φιλοξενούσα εγώ.

Εν τω μεταξύ, το απόγευμα εκείνης της μέρας άρχισε να με γρατζουνάει λίγο ο λαιμός μου. Δεν είναι τίποτα, λέω, απλό κρυολόγημα που θα κάψω με αλκοόλ. Αρχίζω λοιπόν να πλακώνω τα τσίπουρα από νωρίς, παίζουνε και κάτι τσιγάρα, μέχρι το βράδυ που είμαστε σε φάση για ύπνο έχω γίνει χάλια, κι ο λαιμός ακόμη πιο χάλια. Αρχίζουν και πονάνε τα κόκαλά μου, νιώθω να ανεβάζω πυρετό, είμαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.

Καταλήγω με τη Δανάη στη σκηνή μου λίγο πριν το ξημέρωμα, εγώ να ψοφάω κι αυτή νά 'χει ορεξούλες.

Να μου λέει να την πάρω αγκαλίτσα, να μου τρίβεται, μέχρι που φτάνει να μου ψιθυρίσει την αξέχαστη κουβέντα
"Δημήτρη σε θέλω"
"Γενικότερα ή ειδικότερα;" ρωτάω εγώ, που ακόμα κι ετοιμοθάνατος θα την πω τη μαλακία μου.
"Εδώ και τώρα" μου λέει.
"Δεν έχω προφυλακτικά μαζί μου" της λέω.
"Δεν με νοιάζει" μου λέει "αρκεί να μην τελειώσεις μέσα μου".

Πλησιάζω να τη φιλήσω και καταπίνω λίγο σάλιο, που νιώθω να ξεσκίζει τις πρησμένες μου αμυγδαλές. Αρχίζω να ιδρώνω. Συνειδητοποιώ ότι κοντεύω να εκπνεύσω μια για πάντα. Σταματάω και της λέω "Δεν τό 'χω, άσ' το καλύτερα. Αρρωσταίνω άσχημα και υποφέρω. Δεν ψήνομαι να σε κολλήσω και τίποτα".
"Οκ" μου λέει, αλλάζει πλευρό και κοιμάται, σαν να μην έγινε τίποτα.

Να μη στα πολυλογώ, την επόμενη μέρα έφυγα για Αθήνα τρέχοντας, με σαράντα πυρετό και τη χειρότερη αμυγδαλίτιδα που έχω περάσει ποτέ. Ευτυχώς που ήρθε μαζί μου ο Παναγιώτης, αλλιώς θα είχα αφήσει τα κόκαλά μου στο καράβι.

Το ζουμί της ιστορίας είναι αλλού όμως. Λίγες βδομάδες μετά, μόλις μπήκε Σεπτέμβρης και ετοιμαζόμασταν οι περισσότεροι να φύγουμε από Αθήνα για σπουδές, δουλειές κλπ, κανονίσαμε με την αντροπαρέα να βρεθούμε για έναν τελευταίο καφέ στο poquito.

Δώσαμε ραντεβού στις δώδεκα και μαζεύτηκαμε όλοι, εκτός απ' το Λάμπρο που εμφανίστηκε κατά τη μιάμιση, φανερά άκεφος κι ανήσυχος.

"Που ήσουνα ρε μαλάκα;" τον ρωτάει ο Παναγιώτης.
"Γάμησέ τα.. Στο Συγγρό ήμουνα" να λέει ο Λάμπρος.
Κλασικά, ο Αντώνης να ρωτάει "Ποιος είναι ο Συγγρός", εμείς να την έχουμε ψυλλιαστεί τη φάση, να ρωτάμε πώς και τι, μέχρι που ο Λάμπρος λέει "Ε, τι έκανα στο Συγγρό ρε μαλάκες; Πήγα να μου κάψουν κάτι κονδυλώματα".
Και μετά σιωπή.

Μέχρι που ρώτησα "Καλά ρε φίλε, με ποια πήγες;", για να μου απαντήσει διστακτικά "Με τη Δανάη, αδερφέ"

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Το έγραψε ο Δημήτρης Μπουκόφσκη (κύπριος), στην ηλικία των τεσσάρων ετών. Νομίζω ότι βλέπω τι πας να κάνεις και δεν ξέρω αν μου αρέσει. Συνέχισε όμως

ΔΙΑΙΡΕΤΗΣ είπε...

fuckin' nice