23.4.11

Πένθιμο *


Η παραμικρή σχέση με πρόσωπα και καταστάσεις να θεωρηθεί ολωσδιόλου συμπτωματική.

Η Όλγα είχε όλες τις προδιαγραφές να γίνει η καλύτερή μου φίλη. Όμορφη, έξυπνη και, παρά το ότι ήταν δυο χρόνια μικρότερη, πιο δραστήρια και πιο συνειδητοποιημένη σεξουαλικά.

Τη γνώρισα το 2002, όταν τελείωνα το λύκειο, ως γκόμενα του τότε συμμαθητή και φίλου μου Αντώνη. Συνηθίζαμε να βγαίνουμε οι τρεις μας, μιας και εγώ ήμουν -παραδοσιακά- μπακούρης, άσχημος και κολλημένος σε ανεκπλήρωτους έρωτες.

Όταν λοιπόν η Όλγα κι ο Αντώνης πέρασαν την "πρώτη μεγάλη κρίση" της σχέσης τους (τότε που ο Αντώνης αποφάσισε λίγο πριν τις Πανελλήνιες να δηλώσει σχολές μόνο στο Ηράκλειο, για να είναι κοντά με την Όλγα, ενώ η Όλγα προσπαθούσε να τον πείσει να δηλώσει στην Αθήνα για δικούς της λόγους) μπλέχτηκα, γιατί υποτίθεται ως φίλος του ζευγαριού έπρεπε να πάρω θέση, κι έτσι ξεκίνησε μια πιο προσωπική επαφή με την Όλγα για να βρεθεί μια μέση λύση.

Κι όταν λίγο καιρό αργότερα, κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, η Όλγα χώρισε τον Αντώνη, επειδή ο Αντώνης έκανε το λάθος να την κερατώσει και να της το πει, εγώ δεν είχα κανένα λόγο να διακόψω την επαφή μου με την Όλγα, και τέλος πάντων, κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.

Ο πρώτος και κύριος λόγος που τη συμπαθούσα ήταν επειδή είχε το ίδιο αρρωστημένο βιολογικό ρολόι μ' εμένα. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, να μιλάμε στο τηλέφωνο στις 4 το πρωί, παρακολουθώντας ταυτόχρονα στο Mega σε επανάληψη του Bar, στιγμιότυπο που ο Λορέντζο ψιθύριζε στη Γιώτα "Είσαι ένας όμορφος άνθρωπος", ενώ λίγες ώρες αργότερα έπρεπε να πάω στο σχολείο να γράψω Γεωμετρία.

Μας συνέδεαν κι άλλα στοιχεία: κοινά μουσικά ακούσματα, τάσεις προς μελαγχολία, σχετικά ταυτόσημοι πολιτικοκοινωνικοί προβληματισμοί, μια αμοιβαία -διεστραμμένη για κάποιους- αίσθηση του χιούμορ  μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες. Παρ' όλ' αυτά, είχε καρφωθεί στο μυαλό μου η ιδέα ότι δεν θα την έβλεπα ποτέ ερωτικά. Πέρα απ' το γεγονός ότι ήταν πρώην γκόμενα του Αντώνη, κάτι που ελάχιστα μ' ένοιαζε, στα μάτια μου ήταν η βελτιωμένη, θηλυκή έκδοση του εαυτού μου. Κι αφού από τη μία, είχα ένα πλούσιο μερτικό από χυλόπιτες μέχρι εκείνη τη στιγμή, ενώ απ' την άλλη πίστευα πως αν ήμουν στη θέση της δεν θα μου καθόμουν ποτέ, κατέληξα στο ότι δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου να τη "γουστάρει".

Μετά τις -σαφώς αποτυχημένες- πανελλήνιές μου, ήρθε το Καλοκαίρι και χωρίστηκαν οι δρόμοι μας. Κρατήσαμε μια υποτυπώδη επαφή, ανταλλάζαμε κάνα mail που και που αλλά τίποτα παραπάνω. Με τον Αντώνη, παρεμπιπτόντως, είχα ήδη χαθεί, αφού είχε φύγει απ' τον Ιούλιο για  προετοιμασία σπουδών στην Αγγλία, και η απουσία του τον κατέστησε αδιάφορο ως παράγοντα για ό,τι έμελλε να συμβεί, γι' αυτό και το όνομά του θα αναφερθεί μόνο μια φορά ακόμη σ' αυτήν την ιστορία.

Με την Όλγα βρέθηκα το Σεπτέμβρη, όπου εγώ, πλησιάζοντας επίσημα την ενηλικίωσή μου, βρισκόμουν στα πρώτα στάδια του παρουσιαστικού που έχω τώρα, αφού δηλαδή έβγαλα τα σιδεράκια που μέχρι τότε φορούσα, η άγρια ακμή μου άρχισε να υποχωρεί, και άρχισε να εμφανίζεται δειλά ένα γενάκι στο πηγούνι μου. Φαίνεται πως αυτές οι αλλαγές την εξέπληξαν τόσο, που άρχισε να με φλερτάρει σαν διάολος από την πρώτη φορά που ανταμώσαμε ξανά.

Τα σημάδια ήταν ξεκάθαρα, ακόμη και για κάποιον ερωτικά ανήμπορο σαν κι εμένα. Απ' την πρώτη μας συνάντηση στην καφετέρια που συχνάζαμε, η συμπεριφορά της ήταν διαφορετική. Διεκδικούσε σωματική επαφή με κάθε ευκαιρία, καθόταν κοντά μου, με περιεργαζόταν με τα χέρια της, έγερνε προς το μέρος μου. Η προσοχή της ακόμη, φαινόταν πιο συγκεντρωμένη πάνω μου. Ήταν λίγες οι στιγμές που έπαιρνε τα μάτια της απ' τα δικά μου, ενώ φαινόταν να διασκεδάζει πολύ περισσότερο με τα αστεία μου.

Όλα αυτά τα στοιχεία μου φαίνονταν προσποιητά, κι όπως είναι λογικό με πανικόβαλαν. Είχα όμως και την περιέργεια να δω που θα κατέληγε όλη αυτή η ιστορία, οπότε πάσχιζα να κρύψω τον πανικό μου και να ανταποκριθώ, έστω με τον τρόπο μου. Έπρεπε, άλλωστε, να μάθω να διαχειρίζομαι τέτοιες καταστάσεις. Είχα μόλις τελειώσει το σχολείο, είχα καταφέρει να αποκτήσω τη φοιτητική ιδιότητα με μηδενικό διάβασμα και, κυρίως, θα έκλεινα τα 18 σε λιγότερο από ένα μήνα. Όφειλα να αποδεχτώ ότι γινόμουν άντρας!

Δυστυχώς ή ευτυχώς, όλη αυτή η κρυμμένη αντρίλα θα παρέμενε καλά κρυμμένη για πολλά χρόνια ακόμα.

Απόδειξη ήταν η στιγμή που, τέσσερις συναντήσεις (ή ραντεβού, για να μην κοροϊδευόμαστε) αργότερα, πήρα τη γενναία απόφαση να τη φιλήσω, δίπλα σε μια πιάτσα ταξί, λίγο πριν πάρει τον επόμενο ταρίφα για να πάει σπίτι της. Έσκυψα, της χάιδεψα τα μαλλιά και πλησίασα το πρόσωπό μου στο δικό της, μέχρι που κόλλησα τα χείλη μου στα δικά της. Δεν θυμάμαι τι έφταιγε περισσότερο, η αίσθηση της καρδιάς μου να πάει να σπάσει απ' την έντονη ταχυπαλμία ή η έμπνευσή της να χώσει απότομα τη γλώσσα της στο στόμα μου, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να με πιάσει ένα μανιασμένο, νευρικό γέλιο, στα όρια του απαξιωτικού καγχασμού.

Εκείνη τραβήχτηκε πίσω αμέσως, και παρ' όλο που τα μάτια μου είχαν ήδη αρχίσει να θολώνουν, νομίζω για μια στιγμή είδα να σχηματίζεται ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. Την αμέσως επόμενη στιγμή όμως, φαντάζομαι όταν συνειδητοποίησε την ψυχοσωματικότητα της κατάστασής μου, πάγωσε, έκανε δυο βήματα πίσω, είπε κάτι που ακούστηκε σαν "Δεν σε πιστεύω" κι άρχισε να πηγαίνει με γρήγορα βήματα προς το πρώτο διαθέσιμο ταξί.

Εγώ παρακολουθούσα τον εαυτό μου να τρέχει από πίσω της γελώντας, ενώ μέσα στα χαχανητά σχηματίζονταν σκόρπιες φράσεις όπως "ΧΑΧΑΧΑ-ΟΛΓΑ-ΧΑΧΑ-ΜΗ-ΦΕΥΓΕΙΣ-ΧΑΧΑ", μέχρι που η Όλγα μπήκε στον ταρίφα, ο ταρίφας έβαλε μπροστά κι εξαφανίστηκε σε λίγα δευτερόλεπτα.

Θυμάμαι, λίγο πριν καταφέρω να σταματήσω να γελάω, ότι πρώτη μου σκέψη ήταν να απομακρυνθώ απ' την πιάτσα, μιας και αρκετό τσάμπα θέαμα είχα προσφέρει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κι έπειτα το περπάτημα προς το σπίτι, με μια και μοναδική ερώτηση να επαναλαμβάνεται στα μεγάφωνα του εγκεφάλου μου

"Τι στο μπούτσο συνέβη μόλις;"

Ούτε που διανοήθηκα να την πάρω τηλέφωνο τις επόμενες μέρες, και βέβαια ούτε κι εκείνη έδειξε σημεία ζωής. Οι μήνες περνούσαν, κι ολοένα και περισσότερο έχανα και την παραμικρή ελπίδα ότι θα μιλούσαμε ξανά. Πέρασαν δυο χρόνια, τελείωσε κι εκείνη το σχολείο και -όπως έμαθα από μια συμμαθήτριά της- πήγε για σπουδές στη Σκωτία.

Εγώ, απ' την άλλη μεριά, με το πέρας δύο χρόνων ήμουν άλλος άνθρωπος. Είχα σταματήσει να παρακολουθώ μαθήματα στη σχολή, έκανα τα πρώτα μου βήματα στη λαμπρή καριέρα μου ως σερβιτόρος, είχα ένα αρκετά γεμάτο βιογραφικό από περιστασιακές σχέσεις κι αποτυχημένες απόπειρες κατανόησης του γυναικείου φύλου. Η ανάμνηση της Όλγας ήταν πλέον τόσο θολή στο μυαλό μου, που έμοιαζε ευχάριστη. Γι' αυτό και ήταν τέτοια η έκπληξή μου, όταν συνάντησα την Όλγα ανήμερα των Χριστουγέννων του 2004 να κόβει βόλτες στο κέντρο της πόλης.

Πιάσαμε την κουβέντα, αμοιβαία καλοδιάθετοι και χαμογελαστοί, τόσο που της πρότεινα να πάμε για ένα ποτό το ίδιο βράδυ "να πούμε τα νέα μας". Δέχτηκε αβίαστα, μ' αγκάλιασε πριν μ' αποχαιρετήσει, όλα έμοιαζαν σωστά για πρώτη φορά μετά από καιρό.

Βρεθήκαμε, όπως είχαμε κανονίσει, ήπιαμε το ένα ποτό, ήπιαμε και δεύτερο και τρίτο. Της έλεγα τα δικά μου, μου έλεγε τα δικά της. Έμαθα για τις δικές τις σχέσεις μέσα σ' αυτά τα δυο χρόνια, μού 'πε ότι είχε ξαναβρεθεί για λίγο με τον Αντώνη το περασμένο Καλοκαίρι αλλά ότι "ο μαλάκας ο άνθρωπος δεν αλλάζει ποτέ", ομολόγησε ότι ήταν κι αυτή στην ίδια φάση με τη δικιά μου, μόνη για αρκετούς μήνες, παντελώς απογοητευμένη απ' τις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα. Μου είπε ακόμη ότι εξακολουθούσε να έχει στο πίσω μέρος του μυαλού της εμάς τους δύο, σχεδόν απολογήθηκε για τη συμπεριφορά της, αναφέρθηκε στην "τότε ανωριμότητά της". Εγώ της είπα ότι ένιωθα νά 'χω μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης για ό,τι έγινε, πως όφειλα να διαχειριστώ καλύτερα την κατάσταση "ως μεγαλύτερος". Γελάσαμε, αλλάξαμε θέμα, αρχίσαμε να θάβουμε κοινούς μας γνωστούς, κάτι που αγαπούσαμε εξίσου να κάνουμε. Ήπιαμε κι άλλο ποτό, μέχρι που αποφασίσαμε πως ήταν ώρα να φύγουμε. Είπαμε να περπατήσουμε μέχρι την ίδια πιάτσα ταξί που χωριστήκαμε δυο χρόνια πριν και να πάμε σπίτια μας.

Περάσαμε έξω απ' το παρκάκι των face 2 face*². Κοντοστάθηκα. Τη ρώτησα αν ψήνεται να αράξουμε για ένα τσιγάρο. Η επίδραση του αλκοόλ δεν μου επέτρεψε ούτε καν να διανοηθώ να κρύψω το χαζό, υπαινικτικό μου χαμόγελο. Θυμάμαι αυτό το άμεσο "Ναι, αμέ!" που είπε, για να ξεκινήσει να προχωράει μέσα στο πάρκο, οδηγώντας με στην πιο σκοτεινή γωνία του. Αράξαμε σ' ένα παγκάκι και αρχίσαμε να φιλιόμαστε χωρίς να πούμε δεύτερη κουβέντα.

Ανταλλάζαμε αγγίγματα, δαγκωματιές, φιλιά, γρατζουνιές, αναστεναγμούς που άχνιζαν στον παγωμένο αέρα, μέχρι την καθοριστική στιγμή που η Όλγα ξεκούμπωσε το τζην μου, έσκυψε αργά πάνω μου για να ξεκινήσει αυτό που έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου ως "Η καλύτερη πίπα της ζωής μου".

Τα υπολείμματα διακριτικότητας δεν μου επιτρέπουν να μπω σε περαιτέρω λεπτομέρειες, αρκεί να αναφέρω ότι η Όλγα με τέλειωσε με τέτοια χειρουργική ακρίβεια, που δεν χύθηκε ούτε μια σταγόνα έξω απ' το στόμα της. Εγώ εκείνη τη στιγμή ένιωθα να με κυριεύει το πνεύμα των Χριστουγέννων, και να εξαφανίζεται κάθε δυστυχία από προσώπου γης. Βρισκόμουν σε μια πρωτόγνωρη νιρβάνα, με το μυαλό μου τόσο μουδιασμένο που ασυναίσθητα είπα

"Όλγα.. Αν είχα πάνω μου χίλια ευρώ θα στά 'δινα"

Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί το πήρε τόσο στραβά. Σηκώθηκε κι έφυγε πριν προλάβω καν να κουμπωθώ. Νομίζω μ' έβρισε κιόλας, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ με σιγουριά. Αυτό που σίγουρα θυμάμαι είναι το τσιγάρο που κάπνισα στο παγκάκι, μόνος μου.

Δεν έχουμε ξαναμιλήσει από τότε.




* Jim Morrison - Lament
Ιδομενέως και Μεραμβέλλου, Ηράκλειο Κρήτης. Για κάποιους είναι γνωστό ως "το πάρκο των f2f" λόγω των γκράφιτι του αείμνηστου χιπ χοπ crew, face 2 face. Για αρκετά χρόνια ήταν το κατ' εξοχήν πάρκο για εφηβικά χαμουρέματα, λιωσίματα κλπ. Τα τελευταία χρόνια φιλοξενεί τα τραπεζάκια μιας διπλανής ταβέρνας και είναι φωτισμένο, σε σημείο να μην υποστηρίζονται σχετικές δραστηριότητες. Αλλά όπως έχει αποδειχτεί εμπράκτως "το καλύτερο ξεκάρφωμα είναι το κάρφωμα".

Δεν υπάρχουν σχόλια: