3.1.11

Τυχαίος Θάνατος #3

Τετάρτη βράδυ, κοντεύει 12 παρά 20 και καπνίζω στο μπαλκονάκι του σπιτιού μου.
Ξημερώνει 15 Αυγούστου και επικρατεί νεκρική ησυχία. Η πόλη έχει αδειάσει. Με κάθε νευρική μου τζούρα ακούω το σκάσιμο του χαρτιού που καίγεται, και το μόνο πράγμα που σκέφτομαι είναι
"Θα έρθει απόψε;"

Εδώ και έξι εβδομάδες, κάθε Τετάρτη βράδυ λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ένας "κρυφός θαυμαστής" αφήνει ένα δωράκι έξω απ' την πόρτα της πολυκατοικίας μου, χτυπάει το κουδούνι του θυροτηλεφώνου και φεύγει. Στο μυαλό μου ανάκατες σκέψεις κι ερωτήσεις: "ποιος είναι αυτός;", "πως ξεκίνησε αυτή η ιστορία;". Προσπαθώ να ανατρέξω στις προηγούμενες εβδομάδες και να θυμηθώ τα διάφορα περίεργα δωράκια. Ο προβληματισμός όμως παραμένει. Θα έρθει απόψε;

Ποιος είναι αυτός που φαίνεται να ξέρει ότι κάθε Τετάρτη βράδυ είμαι μόνη στο σπίτι; Τι είναι; Πώς μοιάζει; Ξέρω τόσες μέρες ότι δεν είναι κανείς γνωστός μου, τους έχω ρωτήσει όλους.

Κι αν δεν έρθει;

Είναι δεκαπενταύγουστος, μπορεί να έχει φύγει για διακοπές, μπορεί να έπαθε κάτι. Εγώ γιατί ασχολούμαι; Δεν είμαι 16 ρε γαμώτο. Μήπως φταίει το ότι είμαι μόνη στο σπίτι τέτοια μέρα, τέτοια ώρα; Κι αυτός τι ρόλο βαρ-

Χτυπάει το θυροτηλέφωνο!

Αυτός είναι. Με αντανακλαστικά γάτας πετάγομαι απ' το ξύλινο καρεκλάκι, αρπάζω τα κλειδιά που έχω πάνω στο τραπεζάκι, τα τσιγάρα, και τρέχω να πάω κάτω στην εξώπορτα. Κατεβαίνω σκάλες δύο ορόφων και σκέφτομαι ότι είμαι απόλυτα προετοιμασμένη γι' αυτή τη στιγμή. Θέλω να τον προλάβω. Ίσως ήταν κακή η ιδέα να φορέσω παντόφλες, δεν βοηθάνε στο κατέβασμα, αλλά δεν πρέπει να νομίσει ότι τον περίμενα κιόλας.

Με ένα σάλτο κατεβαίνω τα τρία τελευταία σκαλοπάτια, στρίβω δεξιά απ' το ασανσέρ και βρίσκομαι πίσω απ' τη τζαμαρία της εξώπορτας.

Δε βλέπω κανέναν.

Πάω να ανοίξω την πόρτα-ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΗ! Γαμώ τους ξενοφοβικούς μου γείτονες. Ξεκλειδώνω γρήγορα, βγαίνω έξω, φτάνω στο πεζοδρόμιο, κοιτάω αριστερά και δεξιά.

Κανείς.

Και η νεκρική σιωπή παραμένει. Δεν ακούω βήματα από μακριά, ούτε καν κάποιο όχημα σε ακτίνα 100 μέτρων τουλάχιστον. Να τρέξω προς τα δεξιά, μήπως δω κάποιον να απομακρύνεται; Κι αν έφυγε από αριστερά;

Γυρίζω το βλέμα μου στην αντιαισθητική γλάστρα με το φίκο που υπάρχει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ένας μικρός, καφέ ταχυδρομικός φάκελος φαίνεται μπλεγμένος στα φύλλα του φίκου. Ένας μικρός, καφέ φάκελος, όπως κάθε φορά. Εκτός από εκείνη τη φορά που-

Πάνω του γράφει με κόκκινο χοντρό μαρκαδόρο

ΣΤΗΝ Κ.

Χαμογελάω, όπως κάθε φορά.

Μου ξεφεύγει ένας βαθύς αναστεναγμός που ανακατεύεται με το λαχάνιασμά μου.
"Ας είναι" σκέφτομαι κι ανοίγω την πόρτα. Μπαίνω στο ασανσέρ. Δεν υπάρχει λόγος να ανεβαίνω τόσα σκαλιά μετά απ' αυτό. Πατάω το "2" και σκίζω το φάκελο με γρήγορες κινήσεις.

Πριν φτάσει το ασανσέρ στον όροφό μου, βγάζω απ' το φάκελο μια κασέτα. "Ω, θεοι" σκέφτομαι "κασέτα". Τη στιγμή που βγαίνω απ' το ασανσέρ και ετοιμάζομαι να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου, προσπαθώ να θυμηθώ αν δουλεύει το κασετόφωνο στο χιλιοταλαιπωρημένο AIWA που έχω στο δωμάτιό μου. Προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που άκουσα κασέτα. Δεν θυμάμαι, για κανένα λόγο.

Μπαίνω στο δωμάτιό μου, βάζω την κασέτα στο στερεοφωνικό και γυρίζω τη λειτουργία στο tape.

"Θεούλη μου, κάνε να παίξει!" εύχομαι και πατάω το play.

PLAY

1 σχόλιο:

The exiled Hussar είπε...

Συγκλονιστική ιστορία. Δεν ξέρω κατά πόσον μπορεί να είναι αληθινή ή μυθοπλασία. Όμως πρέπει να ρωτήσω: Έχει και συνέχεια; Γράψε περισσότερα.